ραψωδικώς — ΜΑ επίρρ. βλ. ραψωδικός … Dictionary of Greek
ραψωδικός — ή, ό / ῥαψῳδικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥαψῳδός]·1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ραψωδό ή στη ραψωδία 2. το θηλ. ως ουσ. η ραψωδική η τέχνη τού ραψωδού. επίρρ... ῥαψῳδικῶς ΜΑ με ύφος ραψωδού … Dictionary of Greek