ῥαψῳδικῶς

ῥαψῳδικῶς
ῥαψῳδικός
of
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ραψωδικώς — ΜΑ επίρρ. βλ. ραψωδικός …   Dictionary of Greek

  • ραψωδικός — ή, ό / ῥαψῳδικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥαψῳδός]·1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ραψωδό ή στη ραψωδία 2. το θηλ. ως ουσ. η ραψωδική η τέχνη τού ραψωδού. επίρρ... ῥαψῳδικῶς ΜΑ με ύφος ραψωδού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”